Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Δικαίωση στο δικαστήριο δεν σημαίνει επαναπρόσληψη

Ριζική αλλαγή του στάτους των εργασιακών σχέσεων -που από μερίδα νομικών ερμηνεύεται ως υποχώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απολύονται και αποδυνάμωση της δικαστικής προστασίας τους, ενώ από άλλους ως μπλοκάρισμα στην ασυδοσία κατώτερων δικαστηρίων που συλλήβδην «βαπτίζουν» παράνομες τις απολύσεις εργαζομένων καταργώντας στην πράξη το εργοδοτικό δικαίωμα- φέρνει απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Σύμφωνα με την απόφαση, η οποία κάνει δεκτή την πρόταση του εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου Ι. Τέντε, η δικαίωση απολυμένων εργαζομένων με δικαστική απόφαση δεν οδηγεί στην άμεση επαναπρόσληψή τους, αλλά χρειάζεται να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις.

Ανάλογη άποψη είχε εκφράσει και ο εισηγητής αρεοπαγίτης Α. Αθηναίος, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί αίτηση απολυμένου υπαλλήλου από την Alpha Bank που διεκδικούσε την επαναπρόσληψή του. Το Εφετείο με απόφασή του δέχθηκε ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τραπεζοϋπαλλήλου και αναγνώρισε ότι πρέπει να του καταβληθούν μισθοί υπερημερίας. Αντίθετα, δεν έκανε δεκτή την αγωγή του ως προς το αίτημά του να υποχρεωθεί η τράπεζα να αποδέχεται την εργασία του στη θέση που είχε ή σε άλλη παρεμφερή.

Τόσο ο κ. Τέντες όσο και ο κ. Αθηναίος υιοθέτησαν τη δυσμενέστερη για τους εργαζομένους θέση, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση του εργοδότη να επαναπροσλάβει τον απολυμένο εργαζόμενο δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης ως άκυρης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τα δικαστήρια, αλλά απαιτείται και η συνδρομή και άλλων προϋποθέσεων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι με παλαιότερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου αρκούσε ο χαρακτηρισμός της απόλυσης ενός υπαλλήλου ως άκυρης από τα δικαστήρια για να υποχρεωθούν οι εργοδότες να επαναπροσλάβουν τους απολυθέντες υπαλλήλους.

Διευθυντικό δικαίωμα

Η απόφαση επικαλείται το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και σημειώνει ότι η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, μετά τη δικαίωσή του από τα δικαστήρια, είναι παράνομη, όταν με την απόλυση θίγονται υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επέρχεται χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του. Οι εισηγήσεις αναφέρονταν και στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, την εξουσία του δηλαδή να ρυθμίζει όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του.

Σύμφωνα με τις εισηγήσεις τους, οι απολυμένοι υπάλληλοι θα πρέπει να επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά που να αποδεικνύουν ότι η μη επαναπρόσληψή τους είναι καταχρηστική. Μόνον σε αυτή την περίπτωση μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους.

Η πρακτική των δικαστηρίων δείχνει, όπως εξηγούν νομικοί, πως απαιτείτο μια τέτοια ρύθμιση καθώς «τα κατώτερα δικαστήρια έχουν ως πρακτική σε κάθε απόλυση εργαζόμενου που κρίνεται παράνομη, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ή τις αιτίες, να διατάσσουν την επαναπρόσληψή τους. Αγνοούν όμως έτσι τη βούληση του εργοδότη ο οποίος σε κάθε περίπτωση πρέπει να διατηρήσει το δικαίωμα να επιλέγει το προσωπικό του, χωρίς βέβαια να καταπατά τα δικαιώματα των εργαζομένων. Μην ξεχνάμε πώς εκτός από τους εργαζόμενους έχουν δικαιώματα και οι εργοδότες».

«Βασική αρχή δικαίου»

Η αντίθετη άποψη, όπως εκφράζεται από άλλους νομικούς, είναι πώς η εισήγηση του κ. Τέντε που έγινε απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί έναν νομικό «νεοτερισμό» που έρχεται σε ευθεία αντίφαση με σωρεία δικαστικών αποφάσεων όλων των βαθμών και έρχεται να αμφισβητήσει τα έως τώρα αυτονόητα. «Ναι μεν», λένε, «αποβλέπει σε μια εναρμόνιση με το κλίμα των ημερών, που θέλει την εργασία και τα σχετικά με αυτή δικαιώματα ως ένα επισφαλές, αναλώσιμο αγαθό, πλην όμως έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία η ρήτρα της καταχρηστικότητας εφαρμόζεται και ενεργοποιείται μόνο σε σχέση με τον τρόπο άσκησης υφιστάμενων και υπαρκτών δικαιωμάτων».

ΠΗΓΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου